πιάνο

πιάνο
Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και του κλαβεσέν, από τα οποία διαφέρει στην αντικατάσταση από σφυράκια των γλωσσίδων ή αγκίστρων, που τσιμπούσαν τις χορδές. Ο μηχανικός νεωτερισμός επέφερε την αποκάλυψη άγνωστων έως τότε ηχοχρωματικών αποχρώσεων, ώστε να μπορούν οι ήχοι να διαβαθμίζονται κατά την ένταση από τη διαφορετική πίεση που ασκείται στα πλήκτρα και από τη διαφορετική παλμική δόνηση του πιάνο και του φόρτε. Για την καταγωγή του π. είναι γνωστή μια διαφωνία σχετικά με την προέλευση και το χρόνο της εφεύρεσης, όπου αναφέρονται τα ονόματα του Γάλλου Ζαν Μαριούς, του Γερμανού Γκότλημπ Κρίστοφ Σρέτερ και του Ιταλού Μπαρτολομέο Κριστοφόρι, στον οποίο οφείλεται η κατασκευή των πρώτων δειγμάτων π., ένα από τα οποία –χρονολογείται από το 1702– φυλάσσεται στο μουσείο του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ. Οι τροποποιήσεις που έγιναν διαδοχικά στο όργανο (τα δείγματα του Μαριούς και του Σρέτερ εμφανίστηκαν, αντίστοιχα, το 1716 και το 1721) και από τον ίδιο τον Κριστοφόρι, διατήρησαν αμετάβλητη τη μηχανική αρχή της κρούσης των χορδών με τα μικρά σφυριά. Κατά τον 18o αι. στη διάδοση του π. σε ευρεία κλίμακα συνετέλεσαν οι κατασκευαστές Γκότφριντ Ζίλμπερμαν (1683-1753) και Σεμπαστιέν Εράρ (1752-1831), γενάρχες διάσημων δυναστειών κατασκευαστών οργάνων, αρπών και π. Την ίδια εποχή και το σχήμα του π. υπέστη διάφορες αλλαγές, που τελικά σταθεροποιήθηκαν στα σχήματα του π. με ουρά ή του όρθιου. Ένα πρώτο μοντέλο όρθιου π. κατασκεύασε το 1739 ο Iταλός Ντομένικο ντελ Μέλα και διατηρείται στο Ωδείο της Φλωρεντίας. Πρόκειται για π. με την ουρά προς τα επάνω,όρθια, από την οποία προέρχεται το σημερινό σχήμα που υιοθέτησε στη Φιλαδέλφεια ο Αμερικανός Ισαάκ Χάουκινς, το έτος 1779. Στο π. υπάρχουν 4 κύρια μέρη: η κάσα (εξωτερική επένδυση από ξύλο πολύ σκληρό), ο μηχανισμός, ο χορδοστάτης και τα πεντάλ. Ο μηχανισμός (ένας για κάθε νότα) του π. αποτελείται από το πλήκτρο, το σφυράκι, το σιωπητήρα, τον ζυγό και το κλειδί. Το πλήκτρο έχει ως αποστολή να κινεί το σύνθετο σύνολο των μοχλών. Το σφυράκι, που αποτελείται από μια ψυχή ξύλινη, ντυμένη με ένα στρώμα τσόχας, χτυπά τη χορδή και τη θέτει σε παλμική δόνηση. Ο σιωπητήρας, αποτελούμενος από ένα ακμόνιο ξύλινο, σκεπασμένο με ένα στρώμα τσόχας, σταματά τη δόνηση της χορδής, όταν το πλήκτρο γυρίζει στη θέση του. Ο ζυγός (εφοδιασμένος με διαφυγή) στρέφει αμέσως το σφυράκι στην αρχική του θέση, ώστε νε αποφευχθεί η παρεμπόδιση της δόνησης της χορδής. Για να εμποδιστεί το σφυρί να πάει να ξαναχτυπήσει τη χορδή, αναπηδώντας στον βραχίονα του ζυγού, εμφανίζεται το κλειδί, που μπλοκάρει το σφυράκι. Ο χορδοστάτης (το πλαίσιο που είναι στερεωμένες οι χορδές) είναι κατασκευασμένος σύμφωνα με το σύστημα των χορδών, που αρχικά ήταν τοποθετημένες όπως της άρπας. Στα σύγχρονα συστήματα (με τις σταυρωτές χορδές) προτιμούν να τοποθετούν δύο άρπες, τη μια πάνω στην άλλη. Οι χορδές είναι τεντωμένες ανάμεσα σε δυο καβίλιες, σφηνωμένες στις άκρες μιας γερής ξύλινης πλάκας, που στο σύγχρονο π. αντικαταστάθηκε από ένα γερό σκελετό από σίδερο ή μπρούντζο. Οι χορδές είναι ατσάλινες, διαμέτρου και μήκους μεγαλύτερου για τις βαθιές νότες, πιο λεπτές και πιο κοντές για τις οξείες. Οι χορδές που αποδίδουν βαθείς ήχους, μια για κάθε νότα, είναι ντυμένες με ένα χάλκινο σπειροειδές. Για τους μέσους ήχους υπάρχουν για κάθε νότα δύο χορδές που δονούνται συγχρόνως. Για τους μέτριους και οξείς ήχους υπάρχουν τρεις για κάθε νότα. Η έκταση της ηχητικής κλίμακας του π. είναι γενικά επτά οκτάβες. Το σύστημα των ποδοπλήκτρων του π. αποτελείται από δύο ή τρία πεντάλ. Το δεξιό πεντάλ χρησιμοποιείται για να ανασηκώνει όλους τους σιωπητήρες και να επιτρέπει με αυτόν τον τρόπο στις χορδές να δονούνται με αντήχηση, προκαλώντας ιδιαίτερα ηχητικά εφέ. Το αριστερό πεντάλ έχει έργο του να μετατοπίζει ολόκληρο το μηχανισμό, έτσι ώστε τα σφυράκια να χτυπούν μόνο μια χορδή αντί για τις δύο ή τρεις για κάθε νότα. Το κεντρικό πεντάλ της «σουρντίνας»: είναι συνδεμένο με μια τσόχα που παρεμβαίνει ανάμεσα στα σφυράκια και στις χορδές, μετριάζοντας έτσι την ένταση των ήχων. Κατά το 19o αι. η εξαιρετική άνθηση του πιανιστικού γούστου (ο Σοπέν εμπιστεύθηκε αποκλειστικά στο π. τις δημιουργίες της εξαιρετικής του ιδιοφυΐας) οδήγησε στην ίδρυση νέων εργοστασίων, μεταξύ των οποίων ιδιαίτερα σπουδαία είναι του Χάινριχ Ένγκελχαρντ Στάινβεγκ, που έδρασε στη Γερμανία περίπου το 1850 και στην Αμερική από το 1853, αλλάζοντας το αρχικό του όνομα σε Στάνγουεϊ. Από το β΄ μισό του 18ου αι. (Μότσαρτ, Χάιδν) και για δύο ακόμα αιώνες (έως τις προκλητικές συνθέσεις του Καρλχάιντς Στοκχάουζεν, όπου ο εκτελεστής χτυπάει το πληκτρολόγιο ακόμα και με τις παλάμες και με ολόκληρο τον κάτω βραχίονα) οι διασημότεροι συνθέτες άφησαν τα ίχνη της προσωπικότητάς τους και το κλίμα του πολιτισμού της εποχής τους σε σελίδες αφιερωμένες στο πιάνο. Σύγχρονο οριζόντιο πιάνο με μισή ουρά. Διακρίνεται καθαρά η χαρακτηριστική μορφή του πιάνου με ουρά, που μοιάζει με αναποδογυρισμένη άρπα. Σύγχρονο πιάνο με φουτουριστικό σχεδιασμό σε διεθνή έκθεση στη Φρανκφούρτη (φωτ. ΑΠΕ). Ένα «όρθιο πιάνο» με ουρά, κατασκευασμένο στα μέσα του 18ου αιώνα. (Μουσείο Μουσικής, Μόναχο). Το πιάνο, πάνω στο οποίο ο Τζόν Λένον έγραψε το τραγούδι «Imagine» Πίνακας του Ρώσου ζωγράφου Π. Φεντότωφ (1815-1852), πρόδρομου του ρωσικού ρεαλισμού, που τιτλοφορείται «Νεαρή πιανίστρια». (Deutsches Museum, Μόναχο). Σχηματική παράσταση του μηχανισμού Στάινγουαιυ με διπλή διαφυγή. 1) πλήκτρο. 2) μοχλός που υποβαστάζει. 3) διαφυγή. 4) βραχίονας σφυριού. 5) σφυρί. 6) χορδή. 7) ζυγός. 8) κουμπί που σταματά τη διαφυγή. 9) κλειδί του σφυριού. 10) βραχίονας του σιωπητήρα. 11) σιωπητήρας.
* * *
το, Ν
1. χορδόφωνο μουσικό όργανο με πληκτρολόγιο, γνωστό παλαιότερα με τον λόγιο όρο κλειδοκύμβαλον
2. φρ. α) «όρθιο πιάνο» — πιάνο τού οποίου οι χορδές και το αντηχείο είναι τοποθετημένα κάθετα προς το επίπεδο τού πληκτρολογίου
β) «πιάνο με ουρά» — πιάνο τού οποίου οι χορδές και το αντηχείο είναι τοποθετημένα οριζόντια προς το επίπεδο τού πληκτρολογίου
γ) «ηλεκτρικό πιάνο» — πιάνο στο οποίο η ενίσχυση τού ήχου εξασφαλίζεται με ηλεκτρικούς ενισχυτές, ενσωματωμένους ή μη
δ) «ηλεκτρονικό πιάνο» — πιάνο με χρησιμοποίηση ηλεκτρικών ή ηλεκτρομαγνητικών μικροφώνων και ηλεκτρονικών κυκλωμάτων για την παραγωγή τού ήχου
ε) «υδραυλικό πιάνο» — η λεγόμενη πιανόλα
3. (ως επίρρ.) διεθνής μουσικός όρος τής ευρωπαϊκής μουσικής που σημειώνεται στο πεντάγραμμο ως p και σημαίνει ότι οι φθόγγοι πάνω στους οποίους τίθεται το σημείο p πρέπει να εκτελεστούν με μειωμένη ένταση, απαλά, γλυκά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piano (βλ. και πιανοφόρτε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πιάνο — το (λ. ιταλ.), έγχορδο μουσικό όργανο με πλήκτρα, κλειδοκύμβαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • Γκριγκ, Έντβαρντ Χάγκερουπ — (Edvard Hagerup Grieg, Μπέργκεν 1843 – 1907).Νορβηγός συνθέτης. Ο Γ. τελειοποίησε τις μουσικές του σπουδές στη Λειψία. Ωστόσο, όχι μόνο δεν επηρεάστηκε από τη γερμανική μουσική παιδεία, αλλά ήταν εκείνος που συνετέλεσε στην εμφάνιση της… …   Dictionary of Greek

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

  • Μαργαρίτης, Λώρης — (Αίγιο 1895 – Αθήνα 1953). Πιανίστας και συνθέτης. Η πρώιμη κλίση του στη μουσική εκδηλώθηκε πριν ακόμα συμπληρώσει τα επτά χρόνια του: έπειτα από σχεδόν μηδαμινές μουσικές σπουδές, είχε κιόλας συνθέσει περισσότερα από δέκα έργα για πιάνο, τα… …   Dictionary of Greek

  • Ραβέλ, Μορίς — (Ravel, Σιμπούρ, Ατλαντικά Πυρηναία 1875 – Παρίσι 1937). Γάλλος συνθέτης. Αν και έγινε γνωστός το 1895 με μια Χαμπανέρα, στην οποία έδινε τολμηρές αρμονικές λύσεις, η διείσδυση του Ρ. στον κόσμο της μουσικής υπήρξε αρκετά αργή. Φοίτησε στο Ωδείο… …   Dictionary of Greek

  • μεταγραφή — I (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένας κώδικας σε μια αλυσίδα DNA μετατρέπεται σε αντίστοιχο κώδικα σε μια αλυσίδα RNA. Ο μηχανισμός της μ., όπως και ο διπλασιασμός του DNA, στηρίζεται στο ζευγάρωμα των νουκλεοτιδικών βάσεων· κατά τη μ., όμως,… …   Dictionary of Greek

  • ρομάντσα — (Μουσ.). Σύνθεση για τραγούδι και πιάνο, σε παθητικούς τόνους, που είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία κυρίως στους κύκλους των σαλονιών του 19ου αι. Προέρχεται από τη γαλλική romance του 18ου αι., προσφιλέστατη στον Ρουσό (σύνθεσε και ο ίδιος ρ.) για …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινίδης, Γιάννης — (Σμύρνη 1903 – Αθήνα 1984). Μουσικοσυνθέτης. Καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια Ελλήνων της Σμύρνης, όπου έλαβε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και αρμονίας από τον Δημοσθένη Μιλαράκη, επιφανή μουσικό παράγοντα της πόλης. Παράλληλα γνώρισε και τη… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”